- Ναξιουργής
- Ναξιουργής, ές,A of Naxian work,
κάνθαρος Ar.Pax143
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάνθαρος Ar.Pax143
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναξιουργής — ναξιουργής, ές (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί ή έχει υποστεί κατεργασία στη Νάξο ή από Ναξιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάξιος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, μεγαλ ουργής] … Dictionary of Greek
Ναξιουργής — of Naxian work masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξιουργεῖς — Ναξιουργής of Naxian work masc/fem acc pl Ναξιουργής of Naxian work masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξιουργές — Ναξιουργής of Naxian work masc/fem voc sg Ναξιουργής of Naxian work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)